- ῥοδοφόρια
- ῥοδο-φόρια, τά,= ῥοδισμός, prob. in Supp.Epigr.2.432 (Macedonia, iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] … Dictionary of Greek